Όσο τετριμμένη, συντηρητική ή και εθνικιστική και αν μας φαίνεται η ιδέα των οφειλών του σύγχρονου πολιτισμού στην κλασική ελληνική αρχαιότητα, ο «διάλογος» με ό,τι θεωρείται κλασικό χρειάζεται συνεχή ανανέωση.

Κάθε γενιά καλείται να θέσει τα δικά της ερωτήματα σχετικά με το νόημα αυτού του «διαλόγου» και να δώσει τις, ανάλογες με τη φυσιογνωμία και την εποχή της, απαντήσεις. Χάρη σε αυτόν τον διάλογο, άλλωστε, διαμορφώνεται το πλαίσιο της εκάστοτε διδασκαλίας του αρχαίου κόσμου: της γλώσσας, της Ιστορίας, της τέχνης του. Κατά καιρούς, το ζήτημα του «Γιατί η Ελλάδα;», όπως περίπου το έθεσε η Ζακλίν ντε Ρομιγί, επανέρχεται με οξύτητα και αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση. Η πιο πρόσφατη (2017) αντιμετώπιση έρχεται με την έκδοση της μονογραφίας της Johanna Hanink από το Πανεπιστημίου του Harvard με τίτλο «Το κλασικό χρέος» και υπότιτλο «Η ελληνική αρχαιότητα σε μία εποχή λιτότητας». Η φράση του τίτλου αξιοποιεί τη διπλή αναφορά της λέξης «κλασικός», με την υποδήλωση ότι η οφειλή του σύγχρονου πολιτισμού στην κλασική ελληνική αρχαιότητα είναι επίσης κλασική. Επί πλέον, ο υπότιτλος «Η ελληνική αρχαιότητα σε μία εποχή λιτότητας» παραπέμπει στη σημασιολογική απόχρωση που απέκτησε η  λέξη «χρέος» με τη σύγχρονη οικονομική κατάσταση.

Τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, από τότε δηλαδή που άρχισε να αναπτύσσεται ό,τι αποκαλείται «κρίση», έχουν γίνει συχνά αναφορές, κυρίως στην ευρωπαϊκή δημόσια ζωή, για τη σύγχρονη Ελλάδα σε συνάρτηση ή σε αντίθεση με την κλασική αρχαιότητά της, με διάφορες προθέσεις και αντιδράσεις, οι οποίες κυμαίνονται από την ένθερμη υπεράσπιση της χώρας μέχρι την υποτιμητική για το παρόν της σύγκρισή της με το παρελθόν της. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Hanink αναδύεται μία ζωηρή εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της, η οποία γνώρισε την έντονη ευρωπαϊκή παρέμβαση στις υποθέσεις της για αιώνες, άλλοτε με υποστηρικτική καθοδήγηση και πιο συχνά με την επιβολή ενός αυστηρού προτύπου.

Ωστόσο, οι ίδιοι οι Έλληνες ήδη από την αρχαιότητα αρχίζουν να διαμορφώνουν την εντύπωση της κατωτερότητάς τους έναντι των προγόνων τους. Στο γοητευτικό κεφάλαιο με τον τίτλο «Πώς η Αθήνα έκτισε την εικόνα της», η Hanink δείχνει πόσο δεξιοτέχνες ήταν οι Αθηναίοι κατά την προβολή τους ως  πολιτών του τέλειου πολιτεύματος στην εξέχουσα πόλη – κράτος όλου του ελληνικού κόσμου. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν αυτή την ιδέα με διάφορα μέσα, όπως γιορτές και δραματικοί αγώνες, επιτάφιοι λόγοι, αρχιτεκτονήματα. Με κάθε ευκαιρία θυμίζαν στους άλλους Έλληνες ότι εκείνοι προσέφεραν την ανεκτίμητη υπηρεσία της απώθησης των Περσών και ότι ήταν οι δημιουργοί της πιο επιβλητικής και συγχρόνως εκλεπτυσμένης τέχνης.

Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να παγιώσουν αυτή την εικόνα με μεγάλη επιτυχία. Όμως αυτή η «αρχαία προπαγάνδα» είχε ένα παράδοξο τίμημα που θα άφηνε ανεξίτηλο σημάδι. Έθεσε τόσο ψηλά τις προσδοκίες, ώστε σε μία – δύο γενιές μετά από τους περσικούς πολέμους (490-479 π.Χ), οι Αθηναίοι άρχισαν να νιώθουν έντονη νοσταλγία για μια Αθήνα που είχε φθάσει στο απόγειο της ακμής της. Αυτό το συναίσθημα δεν θα έφευγε ποτέ.

Οι Ευρωπαίοι περιηγητές του 17ου αιώνα, π.χ. διαπίστωσαν αυτή τη νοσταλγία με πολλούς τρόπους, ανοίγοντας τον δρόμο για αυτό που εξελίχθηκε σε «μεταφορική αποίκιση της Ευρώπης από την κλασική αρχαιότητα». Αυτοί οι περιηγητές, πολλοί από τους οποίους ήταν μορφωμένοι Ευρωπαίοι ευγενείς, έβρισκαν απογοητευτικούς έως και εκφυλισμένους τους Έλληνες σε σύγκριση με τους προγόνους τους. Η στγκεκριμένη χειριστική αντιμετώπιση συνοδευόταν από τη ζηλόφθονη  πεποίθηση ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να γίνουν υπερασπιστές του αρχαίου παρελθόντος. Το αίσθημα της ανωτερότητας εκδηλώθηκε και με την ιδέα ότι τα έργα τέχνης θα έπρεπε να φύγουν από την Ελλάδα και να μεταφερθούν σε ασφαλέστερα μέρη, όπως η Βρετανία. Αυτή η εξέλιξη είχε μία μακραίωνη παράδοση θεμελίωσης των περιεχομένων σπουδών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης στους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς, πριν και από την Αναγέννηση. Οι συγγραφείς αυτοί κατανοήθηκαν και ερμηνεύθηκαν πολλές φορές υπό το πρίσμα των μελετητών τους, το οποίο, όχι σπάνια, λειτούργησε αυθαίρετα και διαστρεβλωτικά. Στα πρώτα δείγματα ανησυχίας αυτών των παρερμηνειών ή και των καπηλεύσεων ανήκει η αντίδραση του Αυτοκράτορα Ιουλιανού προς τους χριστιανούς πατέρες, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε τη διαμαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου με την περίφημη ερώτηση «Τίνος τοῦ λληνίζειν εσίν οἱ λόγοι;». Αυτό όμως είναι θέμα άλλης, ειδικής  μελέτης.

Τα συναισθήματα των ευρωπαίων απέναντι στον Ελληνικό λαό μετατοπίστηκαν προς μία πιο θετική αξιολόγηση τον 18ο και 19ο αιώνα, εν μέρει λόγω της συνθήκης των επαναστάσεων της εποχής. Αλλά η επιθυμία της προβολής της Ελλάδας υπό το φώς του αρχαίου ιδεατού παρελθόντος της έγινε πιο έντονη από ποτέ.

Στο κεφάλαιο με τον ευρηματικό τίτλο «Από το κράτος των εντυπώσεων στο έθνος-κράτος» η Hanink παρουσιάζει την πολυπλοκότητα αυτού του ζητήματος, καθώς αναπτύσσει έναν από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου: την έννοια ενός χρέους της Δύσης προς την Ελλάδα. Μέχρι την εποχή του αγώνα για την ανεξαρτησία το 1821, αυτή η έννοια είχε λίγο – πολύ παγιωθεί. Οι παράγοντες που τη διαμόρφωσαν ήταν η μεγάλη επίδραση του Διαφωτισμού, οι ιδέες για τη φυσιογνωμία και τις αξίες της ελληνικής τέχνης, καθώς και πολιτικοί οργανισμοί στους οποίους ανήκαν λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας. Ο Φιλελληνισμός, όπως ονομάστηκε το κίνημα αυτό, συμπεριέλαβε τις προτιμήσεις ρομαντικών ποιητών όπως ο Μπάιρον και ο Σέλλεϋ, πρωτοστάτησε στην προσέλκυση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και της υποστήριξης στον λαό της Ελλάδας. Ωστόσο, οι Φιλέλληνες προκάλεσαν τη δυσμενή σχέση που συνόδευσε  τα «Δάνεια της Ανεξαρτησίας». Αυτό ήταν μόνο μία ένδειξη ότι «η Ελλάδα με το τέλος του πολέμου ήταν κατ’ όνομα ανεξάρτητη, αλλά υπό τον έλεγχο της Ευρώπης».

Με πολλούς τρόπους αυτή η κατάσταση παρέμεινε ίδια σε όλον τον 19ο αιώνα και μετά. Ακόμη και η μεγάλη ανάκαμψη της Ελλάδας μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, την οποία πραγματεύεται το κεφάλαιο με τίτλο «Ελληνικό θαύμα 2.0», χαρακτηρίστηκε από ευρωπαϊκές επιδράσεις και ένα σταθερό βλέμμα στο παρελθόν, ακόμη και από τους ίδιους τους Έλληνες. Η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν θα χαλάρωνε ποτέ την πρόσδεση σε αυτό, πρόσδεση κατεργασμένη από την ευρωπαϊκή Δύση με την «ρομαντική» εικόνα της για την ελληνική αρχαιότητα.

Μία έκβαση αυτής της διαδικασίας ήταν η συνεχιζόμενη ανάπτυξη μιας εντελώς αμφίθυμης σχέσης ανάμεσα στη Δύση και την Ελλάδα, συναίσθημα το οποίο εκδηλώνεται και στην απογοήτευση της Δύσης όταν η χώρα φάνηκε να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της. Οι διαρκείς απογοητεύσεις της Δύσης από την Ελλάδα και ίσως και από τον εαυτό της, όπως τονίζει η Hanink, κορυφώθηκαν με την οικονομική κρίση. Σε αυτά τα ιστορικά συμφραζόμενα, η Hanink εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους το συμβολικό χρέος μετασχηματίστηκε σε ενδιαίτημα καλυμμένων συναισθημάτων.

Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου στο οποίο μελετάται το θέμα αυτό –«Το κλασικό χρέος σε κρίση»- αφιερώνεται στην απεικόνιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Εδώ συνδυάζονται πολλά νήματα της σκέψης από τα προηγούμενα κεφάλαια, καθώς η Hanink δείχνει πώς μακρόχρονες ιδέες σχετικά με το ιδεατό παρελθόν της Ελλάδας οδήγησαν σε προσβλητικές υποδηλώσεις του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σύγχρονη ελληνική κρίση. Το 2010 το γερμανικό περιοδικό Focus, για παράδειγμα, δημοσίευσε ένα άρθρο το οποίο απέρριπτε την άποψη σχετικά με το συμβολικό  χρέος προς την Ελλάδα, με την αιτιολογία ότι οι ράθυμοι, ανέντιμοι και πολιτισμικά μη παραγωγικοί σύγχρονοι κάτοικοι της Ελλάδας δεν έχουν καμία σχέση με τους λαμπρούς αρχαίους Έλληνες. Παρόλο που αυτού του είδους η επιθετικότητα δεν ήταν πρωτοφανής, φάνηκε ιδιαίτερα χονδροειδής και ζημιογόνα την εποχή που ο ελληνικός λαός άρχιζε να υποφέρει. Αυτές οι θέσεις ευνοούνται από την ιδέα της προτεσταντικής παράδοσης, κατά την οποία οι σύγχρονοι Έλληνες απλώς χρειάζονται ένα σκληρό μάθημα μέσα από μέτρα λιτότητας και πρέπει να υποστούν τις συνέπειες των πράξεών τους.

Η Hanink εξετάζει σε βάθος πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα προσφέροντας εκτενή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο η αντίληψη του παρελθόντος αναμειγνύεται εκρηκτικά με την πολιτική. Για παράδειγμα, σχετικά με τον ζέον θέμα των μεταναστών στην Ελλάδα, η Hanink επισημαίνει ότι ορισμένοι πολιτικοί της άκρας δεξιάς, κεφαλαιοποιούν τις αφηγήσεις των αρχαίων Αθηναίων περί της απώθησης των βαρβάρων. Αυτό δείχνει μία πιο χειροπιαστή  σύνδεση ανάμεσα σε αντιλήψεις του αρχαίου παρελθόντος και στη σύγχρονη πολιτική συμπεριφορά.

Η Hanink ολοκληρώνει το βιβλίο της με την προοπτική στο μέλλον, προτείνοντας ορισμένες εκπαιδευτικές αλλαγές οι οποίες θα ευνοήσουν μία πιο ρεαλιστική θεώρηση της κλασικής αρχαιότητας. Τέτοιες αλλαγές χρειάζεται να αντιμετωπιστούν με υπομονή και πάντως δεν θα αλλάξουν αμέσως τις αντιλήψεις. Όσο και αν το βιβλίο δεν μπορεί να θεραπεύσει τα προβλήματα που πραγματεύεται, τέτοιες προσεγγίσεις έχουν τη δυνατότητα να διευκολύνουν την ευελιξία της σκέψης κατά την διαχείριση του ζητήματος της σύγχρονης «κρίσης», το οποίο συχνά αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα σχετικά με την οικονομία.

Όσα μειονεκτήματα και αν βρει ο αναγνώστης του βιβλίου στις γραμμές του, το ενδιαφέρον της έκδοσης βρίσκεται στην πραγμάτευση του καίριου, ευαίσθητου  και ιδιάιτερα δύσκολου ζητήματος της ταυτότητάς μας. Η Hanink αναδεικνύει το ιλιγγιώδες ιστορικό βάθος του ζητήματος αυτού, φωτίζει συνήθως αθέατες όψεις της πολυπλοκότητάς του, και θίγει τον ρόλο και την ευθύνη της εκπαίδευσης, η οποία, εμείς γνωρίζουμε ότι ως προς αυτό αντιμετωπίζει διάφορα εμπόδια, που κυμαίνονται από την αμηχανία και τον φόβο μέχρι τις διαφωνίες και τις πολιτικές σκοπιμότητες. Μας θυμίζει, επίσης, ότι η Ιστορία «παράγεται» συνεχώς και εμείς συμμετέχουμε, με τις ενέργειες ή την αμέλειά μας. Η ακολουθία «καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν» βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη. Παίζουμε όμως τον ρόλο που μας αναλογεί ή τον αφήνουμε στην «τύχη» του;